- μηρυκισμόν
- μηρυκισμόςchewing the cudmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъриганиѥ — ОТЪРИГАНИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1.Отрыжка; рвота: медвѣдицѧ мнѡго˫азвена сама ицѣлѧѥть(с). всѣми козньми ѣзвы закрывающи. лисицѧ слезою вербьною сама лѣчить(с). жлы плоти ѥхидны на||ѣдшисѧ. ѿриганиѥмь вереда ѣдовитагѡ гонзаѥть. i гнѣздо своѥ затворенѡ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
χοιρογρύλλιος — ὁ, ΜΑ, και χοιρόγρυλλος, ὁ, και χοιρογρύλλιον, τὸ, Α μικρό ζώο που μοιάζει με τον μυωξό και τον αρουραίο («τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῡτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῑ, ἀκάθαρτον τοῡτο ὑμῑν», ΠΔ) αρχ. σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek